ισοδενδρος

ισοδενδρος
    ἰσόδενδρος
    ἰσό-δενδρος
    2
    подобный древу
    

(αἰών, sc. Ἁμαδρυάδος Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ισοδενδρος" в других словарях:

  • ισόδενδρος — ἰσόδενδρος, ον (Α) 1. ο ίσος με κάποιο χαρακτηριστικό τού δέντρου («ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος», Πίνδ.) 2. ψηλός, μεγάλος σαν δέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δἐνδρον] …   Dictionary of Greek

  • ἰσοδένδρου — ἰσόδενδρος equal to that of a tree masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοδένδρους — ἰσόδενδρος equal to that of a tree masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»